- αντιφυματικός
- -ή, -όαυτός που καταπολεμά τη φυματίωση: Βρέθηκε ένα πιο αποτελεσματικό αντιφυματικό φάρμακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιφυματικός — ή, ό ο κατάλληλος για πρόληψη ή θεραπεία της φυματίωσης … Dictionary of Greek